-
1 πλεοναστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεοναστός
-
2 αἰσχύνω
αἰσχύνω [pron. full] [ῡ]: [dialect] Ion. [tense] impf. αἰσχύνεσκε ([etym.] κατ-) Q.S.14.531: [tense] fut.A , [dialect] Ion.- υνέω Hdt.9.53
: [tense] aor.ᾔσχῡνα Il.23.571
, Lys.1.4, etc.: [tense] pf.σχυγκα D.C. 58.16
:—[voice] Pass., [tense] fut.αἰσχῠνοῦμαι A.Ag. 856
, Ar.Fr. 200, Pl. Ti. 49d, etc., rarely αἰσχυνθήσομαι (v. sub fin.): [tense] aor.ᾐσχύνθην Hdt.
and [dialect] Att., poet. inf.αἰσχυνθῆμεν Pi.N.9.27
: [tense] pf. ᾔσχυμμαι (v. infr. B. I):—make ugly, disfigure, πρόσωπον, κόμην, Il.18.24, 27, cf. S.Ant. 529; αἰ. τὸν ἵππον give the horse a bad form, X.Eq.1.12.2 mostly in moral sense, dishonour, tarnish,μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
, cf. 23.571;τὴν Σπάρτην Hdt.9.53
;ξενίαν τράπεζαν A.Ag. 401
;τοὺς πρὸς αἵματος S.Aj. 1305
;τοὺς πατέρας Pl.Mx. 246d
.b esp. dishonour a woman, E.El.44, cf. Plu.Marc.19, etc.; ; εἰς τὸ σῶμα αἰ. Arist.Pol. 1311b7; abs., Foed. Delph.Pell.2A 12.B [voice] Pass., to be dishonoured, νέκυς σχυμμένος, of Patroclus, Il. 18.180.2 more commonly, to be ashamed at a thing, c. acc. rei,αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν Od.21.323
;τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰ. S.OT 1079
: c. dat. rei, Ar.Nu. 992, Lys.3.9, D.4.42, etc.;αἰ. ἐπί τινι X.Mem.2.2.8
;ἔν τινι Th.2.43
;ὑπέρ τινος Lys.14.39
;περί τινος 33.6
. etc.b c. part., to be ashamed at doing a thing (which one does), A.Pr. 642 (v.l.), S.Ant. 540, Ar.Fr. 200, Pl.Grg. 494e, etc.c c. inf., to be ashamed to do a thing (and therefore not to do it), Hdt.1.82, A.Ag. 856, Ch. 917, Pl.R. 414e, Phdr. 257d, etc.; though this condition must not be pressed absolutely, cf. Ap. 22b.d foll. by relat. clause, αἰσχύνεσθαι εἰ.. to be ashamed that.., S.El. 254, And.4.42;ἐάν.. X.Oec.21.4
;μὴ.. Pl.Tht. 183e
, cf. Machoap.Ath.13.579f;ὅτι.. Lys.2.23
.3 c. acc. pers., to feel shame before one, E. Ion 934, 1074, Pherecr.23.6, Pl.Smp. 216b; τοὺς γέροντας (at Sparta) Aeschin.1.180; ὅστις γὰρ αὐτὸς αὑτὸν οὐκ αἰσχύνεται, πῶστόν γε μηδὲν εἰδότ' αἰσχυνθήσεται; Philem.229, cf. Gal. 5.26: c. acc. et inf., E.Hel. 415;ᾑσχύνθημεν θεοὺς.. προδοῦναι αὐτόν X.An.2.3.22
;αἰσχύνομαι ὑμᾶς λέγειν D.40.48
;αἰ. πρός τινα Arist.Rh. 1383b12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχύνω
-
3 θεραπεύω
θεραπεύω, ein Diener, dienstbar, dienstwillig sein; Hom. einmal, Od. 13, 265 οὕνεκ' ἄρ' οὐχ ᾡ πατρὶ χαριζόμενος ϑεράπευον, vgl. ϑεράπων; so im tut. med. H. h. Apoll. 390. – Bes. als Untergebener einem Mächtigeren dienen, ihn verehren, ihm seine Verehrung durch Dienstleistungen beweisen; die Götter verehren, ἀϑανάτους Hes. O. 137; Διόνυσον Eur. Bacch. 82, vgl. I. T. 1105; ϑεούς, τὸ ϑεῖον, Plat. Legg. VI, 776 b Tim. 90 c; ϑεραπεύοντες καὶ ἁγνεύοντες ϑύομεν Lys. 6, 51; τοὺς ναούς Eur. Ion 111; Plat. ὡς δαιμόνων οὕτω ϑεραπεύσομέν τε καὶ προςκυνήσομεν αὐτῶν τὰς ϑήκας Rep. V, 469 a; die Aeltern, τοὺς γονέας, πατέρας τε καὶ μητέρας ibd. 467 a; Men. 91 a; ϑεραπεύεσϑαι ὑπὸ τῶν παίδων Lys. 19, 37; Eur. τοὺς βόσκοντας Ion 183; den Herrn, δοῦλοι τοὺς δεσπότας ϑεραπεύουσιν Plat. Euthyphr. 13 d. – Allgemein, pflegen, warten, Sorge tragen für Einen, bes. für einen Kranken, ὁ ἰατρὸς τὰ νοσήματα ϑεραπεύει καὶ ἐπισκοπεῖ Plat. Legg. IV, 720 d; ἰᾶσϑαι τὰ ϑεραπευόμενα σώματα III, 684 c; ἔϑνησκον οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ ϑεραπευόμενοι, sorgfältig von Aerzten behandelt, Thuc. 2, 51; τοὺς ὀφϑαλμούς, heilen, Arist. Eth. 1, 13; Folgde, wie Ath. XII, 522 b. Auch übertr. auf Sachen, ausbessern, ἕνεκα τοῦ ϑεραπεύειν ἀεὶ τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D. Sic. 4, 41; ὑποψίαν, den Argwohn zu beseitigen suchen, Plut. Lucull. 22; – σῶμα καὶ ψυχήν Plat. Gorg. 513 d; τοὺς ἵππους 516 e; τὴν γῆν, das Land bestellen, Xen. Oec. 5, 12 u. Sp.; μήτε σίτου γεύσασϑαι μήτε τινὰ ἄλλην ϑεραπείαν ϑεραπεῦσαι τὸ σῶμα Arr. An. 7, 14, u. ä. öfter bei Sp.; μύροις ἀγαϑοῖς χαίτην Archestr. bei Ath. III, 101 c; geistig, μέλλεις τὴν ψυχὴν τὴν σαυτοῦ παρέχειν ϑεραπεῦσαι άνδρὶ σοφιστῇ Plat. Prot. 312 c; τὴν διάνοιαν Rep. III, 403 d; μὴ μαϑοῦσι μηδὲ ϑεραπευϑεῖσιν εἰς ἀρετήν, die nicht zur Tugend erzogen worden, Prot. 325 c. – Durch Dienstleistungen Jemand zu gewinnen suchen, τὸ πλῆϑος τῶν Μυκηναίων τεϑεραπευκότα, er hat für das Volk Sorge getragen, Thuc. 1, 9; οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐϑεράπευον 3, 12; γυναῖκα Xen. Cyr. 5, 1, 17, ihr die Aufwartung, den Hof machen; schmeicheln, Thuc. 3, 39; ϑερ. τὰς ϑύρας τῶν ἀρχόντων Xen. Cyr. 8, 1, 6. 3, 47, an der Thür erscheinen u. seine Aufwartung machen, wie αὐλὰς βασιλικάς D. L. 9, 63. Häufig auf Sachen übertr., ἱερά, dafür Sorge tragen, Thuc. u. A.; ἡδονήν Plat. Phaedr. 233 c Xen. Cyr. 5, 5, 41, der Luft nachgehen, auf das Vergnügen bedacht sein, ihm fröhnen; τὸ ξυμφέρον, seinen Vortheil wahrnehmen, Thuc. 3, 56; ϑεραπεύειν τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν, dafür Sorge tragen, 4, 67; Soph. πειρῶ τὸ παρὸν ϑεραπεύειν Phil. 149, versuche zu dienen, wie es der Augenblick erheischt; καιρόν, die rechte Zeit wahrnehmen, Pol. 11, 5, 2; vgl. Dem. 18, 307 τοὺς ὑπὲρ τῶν ἐχϑρῶν καιροὺς ἀντὶ τῶν τῆς πατρίδος ϑεραπεύειν; – auch c. inf., ϑεραπεύοντες τὸ μὴ ϑορυβεῖν, dafür Sorge tragend, daß sie nicht lärmten, Thuc. 6, 61; Sp.; ϑεραπεύουσι κόμην φαίνεσϑαι λιπαράν Plut. Lyc. 22; Luc. de merc. cond. 26.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek